- λησταποδόχος
- -ο και λησταπόδοχος, -οαυτός που δέχεται και κρύβει ληστή ή πράγματα που προέρχονται από ληστεία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ληστής + αποδόχος (< αποδέχομαι), πρβλ. κλεπτ-αποδόχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Αλ. Σούτσο].
Dictionary of Greek. 2013.